αλευρικό

αλευρικό
το
1. δοχείο αλεύρων
2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων
3. κόσκινο, σήτα
4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι
5. παρασκεύασμα από αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παραγ. κατάλ. -ι-κό, πρβλ. επίσης αλάτι-αλατικό, λάδι-λαδικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”